- πωλοδαμνεῖν
- πωλοδαμνέωbreak young horsespres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πωλοδαμνώ — έω, Α [πωλοδάμνης] 1. πωλεύω* 2. μτφ. ανατρέφω, παιδαγωγώ («αὐτὸν ἐν νόμοις πατρὸς δεῑ πωλοδαμνεῑν», Σοφ.) … Dictionary of Greek